Του Ιωάννη Παπαδόπουλου.
Ο ‘’αντιφασισμός’’ ως ιδεολόγημα, είναι μία κοινωνική πληγή και υποκρισία∙ νοσηρή υποκρισία. Αυτό που ουσιαστικά επιδεικνύουν οι δηλώνοντες ‘’αντιφασίστες’’ είναι η ψυχική και πνευματική τους ένδεια και το μηδενιστικό τους μίσος για την κοινωνία, στο όνομα και συμφέρον τής οποίας δήθεν ενεργούν. Το μίσος και η μοχθηρία τους είναι μάλιστα συχνά μεγαλύτερα από εκείνων τους οποίους ‘’αντιμάχονται’’, δηλαδή των ιδεολογικών εξαδέλφων τους με τούς οποίους πλακώνονται με τα διαφορετικής ''απόχρωσης'' στειλιάρια τους - δήθεν κοντάρια για τις σημαιούλες τους, εντελώς τυχαία ξύλινα...
Όταν κάποιος δηλώνει ‘’αντι-οτιδήποτε’’, ουσιαστικά ετερο-προσδιορίζεται. Ετεροπροσδιορισμός είναι να ορίζεις το ποιος είσαι με αναφορά σε κάτι ξένο και έξω από εσένα∙ και όχι με βάση δικές σου εσωτερικές ιδιότητες .
Για παράδειγμα:
α) «Ποιος είσαι;» ‘’ Είμαι εκείνος που μένει απέναντι από το παντοπωλείο’’
β) «Ποιος είσαι;» ‘’Είμαι κάποιος που μισεί και εχθρεύεται τούς φασίστες (ή, οποιους με βολεύει να θεωρώ φασίστες)’’.
Εκείνος που συστήνεται ως ‘’αντι-φασίστας’’, με αυτό το ‘’αντι-‘’, αφενός κρύβει επιμελώς αυτό που ο ίδιος εσωτερικά είναι (συνήθως ένας ασήμαντος και αξιακά αδιάφορος άνθρωπος). Αφετέρου, επιχειρεί να αποκτήσει κοινωνική και υπαρξιακή ταυτότητα, όχι στη βάση των εσωτερικών αξιών που πρεσβεύει και των καλλιεργημένων προσόντων του, αλλά μόνο ως ‘’αντίπαλος και εχθρός’’ κάποιων άλλων.
Ισχύει λοιπόν στη περίπτωσή τους το: ‘’Έχω κάποιον που εχθρεύομαι∙ άρα υπάρχω»….
Γι’ αυτό εξάλλου και δεν έχουν ανάγκη να… ‘’σκέφτονται’’ για να συμπεράνουν ότι ‘’υπάρχουν’’...
Ο ‘’αντίφα’’ παρόλο που επιφανειακά μισεί τον εχθρό του, ψυχολογικά τον έχει απόλυτη ανάγκη∙ Διότι έχοντας απέναντί του μισητούς αντιπάλους, συμβολικά μιλώντας, ‘’βλέπει’’ έναν ένδοξο εαυτό του να καθρεφτίζεται πάνω στα μάτια τους∙ οπότε μέσω τού ειδώλου αυτής της εικόνας αποκτά αίσθημα εαυτού και κοινωνικής υπόστασης.
Αν ξαφνικά ως δια μαγείας ο μισητός εχθρός εξαφανιστεί από τον χάρτη, χάνεται μαζί του και εκείνο το στοιχείο που δίνει νόημα και ‘’αξία’’ στην ύπαρξή του. Οπότε ο ‘’αντι-φασίστας’’ μένει χωρίς αίσθημα ταυτότητας και η εσωτερική γύμνια του εαυτού του αναδύεται αποκαλυπτικά και τον συνθλίβει.
Εφόσον ο φασισμός ως ιδεολογία είτε συμπεριφορά είναι σε κάποιον αυτονήτως αποκρουστική και καταδικαστέα -και έχει κάθε λόγο να τού είναι- δεν χρειάζεται καν να δηλώσει ‘’αντιφασίστας’’. Αφενός επειδή απλώς δηλώνοντάς το, επ’ ουδενί προεξοφλεί ότι πράγματι είναι. Επιπλέον, διότι μέσω των υψηλότατων αξιών του και της πρότυπης δημοκρατικής και ανθρωπιστικής του συμπεριφοράς -εφόσον τις έχει- κανονικά θα λάμπει δια τού παραδείγματος. Οπότε οι αξίες που εμπράκτως υπηρετεί θα είναι από μόνες τους το ισχυρότερο όπλο και αντίδοτο κατά του φασισμού.
Αν όμως κάποιος έχει ανάγκη να δηλώνει ''αντιφασίστας'', τότε σημαίνει πως δεν διαθέτει τίποτα από τα παραπάνω∙ ότι είναι ένας κενός άνθρωπος που, γι’ αυτό, διψάει να πιαστεί από την ταμπέλα τής λέξης ενσαρκώνοντας τον ευτελή και χαμηλό ρόλο της. Οπότε, στη συνέχεια, θα έχει την ανάγκη να πιάσει και ένα στειλιάρι μαζί με ένα επαναστατικό-επιθετικό λάβαρο και να ξεχυθεί μαινόμενος στο δρόμο. Και είναι τέτοια η ψυχαναγκαστική ανάγκη ενσάρκωσης τού ρόλου, ώστε προθύμως θα βαφτίσει φασίστα οποιονδήποτε αντιπαθεί προκειμένου να μπορεί να παραμένει ο ίδιος… αντιφασίστας και να νιώθει σημαντικός.
Και καλά αυτοί∙ μέχρι τόσο λίγο μπορούν, οπότε τόσο λίγοι είναι. Το πρόβλημά μας είναι ότι κατά παγιωμένο τρόπο γίνονται πλήρως ανεκτοί: καί από την ανώριμη κοινωνία, αλλά καί από τη φοβική Πολιτεία μας· που όλοι μαζί τούς χαϊδεύουν. Και εκείνοι αποθρασύνονται οπότε συνεχίζουν ανενόχλητοι να μας καπελώνουν.
Παρατράβηξε αυτή η κακόγουστη υπονομευτική φάρσα στη Δημοκρατία μας
Δημοσιεύθηκε στο facebook στις 2/10/2021